- φράγκιο
- και δ. γρφφράνκιο, το, Νχημ. ραδιενεργό χημικό στοιχείο, το βαρύτερο μέλος τής ομάδας τών αλκαλίων τού περιοδικού συστήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. francium < France «Γαλλία» + κατάλ. -ium (πρβλ. -ιον)].
Dictionary of Greek. 2013.